επικρατής

επικρατής
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και δημαγωγός, οπαδός του δημοκρατικού κόμματος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Κατηγορήθηκε για κλοπή και ο Λυσίας έγραψε λόγο εναντίον του, το 389 π.Χ. Λέγεται ότι καταδικάστηκε σε θάνατο. 2. Ε. ο Αμβρακιώτης (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής που ανήκε στις αρχές της Μέσης κωμωδίας. Έργα του είναι τα Αντιλαΐς,Αμαζόνες, Δοόπρατος, Έμπορος, Τριόδους ή Ρωποπώλη, και Χορός. 3. Γλύπτης του 2ου ή 1ου αι. π.Χ.
* * *
-ές (AM ἐπικρατής, -ές) νεοελλ. βιολ. φρ. «επικρατής χαρακτήρας» — κληρονομικός χαρακτήρας που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο και υπερέχει τού αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο
νεοελλ.-αρχ.
(στον συγκριτ.) επικρατέστερος
ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ.)
μσν.
(για χειμώνα) βαρύς
αρχ.
1. αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει
2. «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με επιτυχία, με υπεροχή, με επικράτηση.
επίρρ...
ἐπικρατέως
αρχ.
με ορμή, δυνατά, ισχυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατής (< κράτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπικράτης — masc acc pl (attic epic doric) Ἐπικράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἐπικράτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατής — master masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτης — ἐπικρατέω rule over imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπικρατέω rule over imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατῆ — ἐπικρατής master neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικρατής master masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικρατής master masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατέστερον — ἐπικρατής master adverbial comp ἐπικρατής master masc acc comp sg ἐπικρατής master neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικράτει — Ἐπικράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐπικράτεϊ , Ἐπικράτης masc dat sg (epic ionic) Ἐπικράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατεστέρων — ἐπικρατής master fem gen comp pl ἐπικρατής master masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατεστέρως — ἐπικρατής master masc acc comp pl (doric) ἐπικρατής master comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατές — ἐπικρατής master masc/fem voc sg ἐπικρατής master neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικράτη — Ἐπικράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἐπικράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”